Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ταβλιστής — dice player masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταβλιστής — ο, ΝΑ [ταβλίζω] νεοελλ. ταβλαδόρος αρχ. αυτός που παίζει ζάρια … Dictionary of Greek